- στέριφος
- (I)-ίφη, -ον, Α1. στερεός, σταθερός, ασφαλής2. το θηλ. ως ουσ. ἡ στέριφοςη στείρα πλοίου3. το ουδ. ως ουσ. τὸ στέριφονα) η ρίζα βράχουβ) έδαφος τραχύ και πετρώδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ., ιδιόμορφου σχηματισμού, το οποίο ανάγεται στο θ. στερ- τού στερεός* με εκφραστικό επίθημα -φος (πρβλ. ἔλαφος, ἔριφος). Το επίθ. είναι ομώνυμο τού στέριφος* (ΙΙ)].————————(II)-ίφη, -ον, Α(για γυναίκα) στείρα, άγονη («στερίφη γὰρ εἰμι κοὐκ ἐκύησα πώποτε», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. ιδιόμορφου σχηματισμού < θ. στερ- τής λ. στεῖρα* «γυναίκα που δεν έχει ή δεν μπορεί πια να τεκνοποιήσει» και εκφραστικό επίθημα -φος (πρβλ. ἔλαφος, ἔριφος). Το επίθ. είναι ομώνυμο τού στέριφος* (Ι) (βλ. και λ. στερεός)].
Dictionary of Greek. 2013.